- φαγησι
- φάγῃσι(ᾰ) эп. 3 л. sing. aor. 2 conjct. к ἐσθίω См. εσθιω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φάγῃσι — ἐσθίω eat aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάγηισι — φάγῃσι , ἐσθίω eat aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπόσια — καταπόσια, τὰ (Α) εορτή τής θεάς τών ανθέων Χλώριδος, ανθεστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πόσια (< πίνω), πρβλ. συμ πόσιον, φαγησι πόσιον] … Dictionary of Greek